- οφιογλωσσώδη
- ταβοτ. τάξη πτεριδοφύτων τής κλάσης πολυποδιόψιδα, που περιλαμβάνει μόνο την οικογένεια οφιογλωσσίδες, μικρές φτέρες, με 4 γένη και 90 περίπου είδη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οφιόγλωσσο — το βοτ. γένος πτεριδοφύτων και τυπικός εκπρόσωπος τής τάξης οφιογλωσσώδη, ένα είδος τού οποίου είναι αυτοφυές στην Ελλάδα και γνωστό με τις κοινές ονομασίες φιδόγλωσσο ή γλώσσα φιδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. ophioglossum (< όφις + … Dictionary of Greek